Σ.Β. Σκοπελίτης | Η ζωγράφος Κ. Ασαργιωτάκη
Για να μιλήσει κανείς για την Καλλιόπη Ασαργιωτάκη ως ζωγράφο, πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποδεχτεί πως η μόνη της κατοικία είναι η ζωγραφική.
Η θεμιτή και αναγκαία απελευθέρωση από το «συμβατικό» τελάρο συνοδεύτηκε όπως ήταν φυσικό με την ασυδοσία και το συρμό, και έτσι ό,τι γίνεται έξω από το τελάρο είναι αναγκαστικά και τεχνούργημα. Δεν είμαι εναντίον των κατασκευών, δεν είμαι υπέρ του τελάρου, απλώς ας είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε έργα του συρμού και ανεπιφύλακτοι εμπρός σε μια ουσιαστική ελεύθερη και εν-πίστη έκφραση, όποιο μέσον και τέχνασμα αυτή χρησιμοποιεί. Έχω δει πολλές «ινσταλασιόν» σε διάφορες αίθουσες που δεν απείχαν από το θεατρικό σκηνικό, όπως έχω δει και έργα σε τελάρα τόσο όμορφα ποιημένα που δεν διέφεραν από τις εικονογραφήσεις γνωστών περιοδικών του εξωτερικού. Το ψέμα σαν να έγινε η αληθινή μας κατάσταση και η ζωή μας φτώχυνε. Φάσκουμε και αντιφάσκουμε με τέτοια ευκολία που είναι ταυτόσημα πια με την αφασία.
Ιδέες, ιδέες, ιδέες. Αλήθεια, πόσο εύκολα γεννιέται μια ιδέα και πόσο εύκολα μας απομακρύνει από την ουσία και είναι λυπηρό που επαληθεύτηκε ο Μάρσαλ Μακ Λιούαν όταν έγραφε πως «το μέσον είναι το μήνυμα». Έτσι χάσαμε τη ζωή στρέφοντας τη γνώση ενάντιά της.
Η ζωγραφική είναι για να εκφραζόμαστε και όχι να την επαναλαμβάνουμε με όσα κεκτημένα της. Πρέπει κάθε φορά να την ανακαλύπτομε και να είμαστε απαλλαγμένοι από κάθε επιταγή του καιρού. Αν ο καλλιτέχνης έχει σαν μοναδικό σκοπό να εκφράζει, ν’ αναλύει, να κριτικάρει ή να ερμηνεύει την εποχή του, να υπακούει δηλαδή στα κελεύσματα της πρόσκαιρης εποχής του, τότε σίγουρα θα μείνει έξω από το χρόνο, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς, το έργο του θα σηματοδοτεί αλλά δεν θα συγκινεί. Εκείνο που μας κάνει διαχρονικούς είναι η βαθιά μας πίστη στα αισθήματά μας και στις απόψεις μας παρά στη δυνατότητα του ταλέντου μας, όπου πολλές φορές μάς παρασύρει στον ενδοτισμό.
Όλα αυτά τα γράφω με αφορμή αυτή την έκθεση της Κ. Ασαργιωτάκη γιατί σπάνια συναντάμε έναν άνθρωπο με διλήμματα απέναντι σε συμπληγάδες. Πιστεύω πως η Κ.Α. βρίσκεται εμπρός σ’ ένα χάσμα. Χάσμα που χωρίζει το σήμερα με τα βαθιά χρόνια. Τιμά και συντηρεί μ’ ένστικτο –ανάγκη προσωπική– ό,τι ευγενικό έχει κατακτηθεί από τους προκατόχους της μέχρι σήμερα. Κι αν δεν διακρίνουμε το σήμερα μέσα στο απώτατο χθες και το αντίθετο, τότε δεν έχουμε αυτό που ονομάζεται «ψυχής παράδοση». Δεν έχουμε ποίηση, έρωτα, φαντασία, τ’ αντίστοιχα δηλαδή της ελευθερίας, της ισότητος, της αδελφότητος – αυτά τα τρία τελευταία με αφήνουν τελείως αδιάφορο, δεν περιέχουν κανένα νόημα. Με την ψυχή μας, εκφράζουμε και φανερώνουμε αυτό που μας ωθεί και ταυτόχρονα βγαίνουμε προς τα έξω, να κοινωνήσουμε και όχι να επικοινωνήσουμε.
Θα χρησιμοποιήσω παραλλαγμένη μια φράση του Νίτσε για την Κ.Α., «Η ιστορία της ζωγραφικής έγινε δική της ιστορία διά υπογείων ρευμάτων», γιατί πιστεύω πως εκείνο που συνέβαινε εξακολουθεί να συμβαίνει εντός της, κι αυτό είναι το άδολο και ταπεινό δίχως αισθηματολογίες και συναφή. Κι αυτό το άδολο και ταπεινό φανερώνει η ζωγραφική της. Τα πορτρέτα της, αυτά τα ποικιλοφόρα τοπία ενός τόπου καθαρού, αυτού της ψυχής, καθώς η Κ.Α. δεν φέρει κανένα προσωπείο και δεν φορτώνει τα αισθήματά της με κανένα από τα τρέχοντα αιτήματα του καιρού. Απόγυμνη και σεμνή μέσα στον τόπο της, τόπος που την παιδεύει και στην προσπάθειά της να τον αποκωδικοποιήσει και να τον φανερώσει το πετυχαίνει εξαίσια μέσα από πλαστικές διατυπώσεις, διατυπώσεις «του εν τω λόγω συναισθήματος». Έτσι δεν παρασύρεται σε ρητορείες. Σε εντάσεις ναι. Δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί, αλλά είναι εντάσεις υψηλού φρονήματος και αέναης αθωότητος. Γι’ αυτό και τα θραύσματά της –οι πίνακες– είναι αντίθετα του βασανιστικού πόνου και του αισθηματικού παραληρήματος. Είναι ο ποιητικός ρεαλισμός ενός μοναχικού όντος, που σιγά-σιγά, για τον προσεκτικό θεατή, μετατρέπεται σε έκσταση. Η Κ.Α. δεν τέρπει, δεν κολακεύει, δεν εικονογραφεί. Χρησιμοποιεί κάθε φορά από την αρχή τη γνώση της, τη ζωή της και την τέχνη της.
Και για να τελειώνω, η τέχνη μένει ανεπηρέαστη και ανυπάκουη καθώς εδρεύει στον ανάμεσο χώρο που ενώνει και χωρίζει ταυτόχρονα την ψυχή από το σύνολο των συνανθρώπων εσαεί. Ενώ οι ειδικοί, καθώς ανήκουν στο σύστημα που εφευρίσκουν για να αντιμετωπίσουν το νέο, που απρόσκοπτα και απρόοπτα γεννήθηκε κάτω από τα μάτια τους, διαρκούν όσο διαρκεί το αίτημα του παρόντος κοινωνικού περιβάλλοντος, αλλά όχι και της ιστορίας, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις.
Απρίλιος 1994
S.V. Skopelitis | The painter K. Asargiotaki
In order to speak of Kalliopi Asargiotaki as a painter, one must first acknowledge that her only home is painting.
The rightful and essential liberation from the ‘conventional’ frame was accompanied, as was natural, by negating barriers and following the trend, so that anything that takes place outside of the frame is deemed automatically a work of art. I am not against constructions, I am not an advocate of easel painting, but let’s be reserved before trendy works, and unreserved before a truly liberated and faith-full art, whichever means and tricks it might employ. I have seen many “installations” in various venues that weren’t far removed from theatrical scenery, just as I have seen canvases so beautifully made that they were no different to the illustrations in well-known international magazines. It is as if lies have become our true condition, and our lives have grown poorer. We constantly contradict ourselves with such ease, in the end as if in an intellectual coma.
Ideas, ideas, ideas. How easily an idea is born, and how easily it lures us away from the essence, and it’s a shame that Marshall McLuhan was vindicated in writing that “the medium is the message”. That’s how we lost life, by turning knowledge against it.
Painting is for expressing ourselves, not for repeating it through its achievements. We must discover it anew each time and be free of any dictation of the times. If an artist’s only purpose is to express, analyse, criticise or interpret their era, then they will certainly fall outside of time; at best, their work will simply signify, but not affect. What makes us timeless is our deep faith in our emotions and our views, rather than in the capabilities of our talent, which often leads us to complaisance.
I write all this on the occasion of this exhibition by K. Asargiotaki, because it is rare that we come across a person with dilemmas facing Symplegades. I believe that K.A. stands before a chasm. A chasm that separates the present day and the depth of time. She honours and preserves instinctively – a personal need – anything noble that has been conquered by her predecessors until today. And if we cannot make out the present in the remote past, and vice versa, then we lack what is known as “soul surrender”. We lack poetry, love, imagination, the counterparts, that is, of freedom, equality, fraternity – the latter three leave me entirely cold, they hold absolutely no meaning. With our soul, we express and reveal what motivates us and, at the same time, we reach out, to commune, not to communicate.
I will paraphrase Nietzsche to describe K.A., “The history of painting became her own history via underground currents”, because I believe that what happened continues to happen inside of her, and it’s that guilelessness and humility, without sentimentality and the like. And it’s that guilelessness and humility that her painting reveals. Her portraits, those multifarious landscapes of a pure land, that of the soul, because K.A. wears no guise, and doesn’t burden her emotions with any of the current imperatives of the times. Bare and modest in her land, a land that torments her and in her effort to decode it and reveal it, she succeeds magnificently through visual articulations, articulations of “the emotion in question”. Thus, she doesn’t drift into rhetoric. Tension, yes. No one can deny that, but it is tension of a high morale and timeless innocence. That’s why her fragments – her paintings – are the opposite of harrowing pain and emotional delirium. It is the poetic realism of a solitary being that, gradually, for the observant viewer, turns into ecstasy. K.A. does not indulge, does not flatter, does not illustrate. She uses each time anew her knowledge, her life, and her art.
And to draw this to a close, art remains unaffected and insubordinate as it resides in the in-between space that connects and divides the soul from the sum of fellow humans, evermore. While the experts, belonging as they do to the system they invent to deal with the new, which was born smoothly and unexpectedly before their eyes, only last as long as the demand of the present social environment lasts, but not of history, with very few exceptions.
April 1994