Νίκος Γ. Ξυδάκης | Καλλιόπη Ασαργιωτάκη: Μεταγραφή
Art Nouveau για τον μεταιχμιακό μας κόσμο
Η Καλλιόπη Ασαργιωτάκη είναι ζωγράφος, λεπτολόγος και αισθησιακή. Τα έργα της αποπνέουν σωματικότητα, αισθήματα, λεπτή μελαγχολία, προσήλωση στις λεπτομέρειες της φιγούρας, φροντίδα για την πλαστικότητα, λεπτοδουλεμένο διάκοσμο. Η διακόσμηση δεν την φοβίζει, αντιθέτως την εμπνέει, και μαζί μ’ αυτήν εμπνέει και τον απροκατάληπτο θεατή του έργου της· μάλλον, τον ευφραίνει, όπως μόνο η ζωγραφική μπορεί να ευφραίνει αισθητικά.
Στην προηγούμενη έκθεσή της είχε παρουσιάσει μια εξαιρετική ενότητα προσωπογραφιών, αντλημένων από το οικογενειακό της περιβάλλον, με μια αισθητική, ποπ και παραστατική, ποπ και ρεαλιστική: πάνω σε φωτογραφικές εκτυπώσεις ζωγράφιζε πυκνά και εντατικά, έως ότου σβήσει το φωτογραφικό ίχνος.
Στην παρούσα έκθεση προχωρεί ένα βήμα παραπέρα ή ένα βήμα λιγότερο. Φωτογραφίζει με το κινητό, χιλιάδες λήψεις, επεξεργάζεται τις εικόνες με το κινητό, τις τυπώνει σε πολύ μεγάλες μεγεθύνσεις, έτσι ώστε να «πλημμυρίσει» και να «σπάσει» η αρχική εικόνα χαμηλής ανάλυσης, να διαλυθεί το χρώμα, να διαλυθούν τα περιγράμματα, να κρατηθεί μόνο μια αδρή φόρμα και τα υπερμεγεθυμένα πίξελ να δημιουργήσουν δευτερογενώς μια αδρή ματιέρα, χαοτική, σαν φράκταλ. Ό,τι απομένει ζωγραφίζεται: η ζωγραφική προσθέτει χρώματα, στερεώνει τη φόρμα, προεκτείνει τη φόρμα, γεμίζει τα κενά με διακοσμητικά μοτίβα, προσθέτει ζωγραφικά μοτίβα στα ψηφιακά μοτίβα.
(Ζωγραφικά: Εδώ επισκέπτεται τα ταμπλό, ξανά και ξανά, ο Κλιμτ και το Jugendstil της Βιέννης, ο Mucha και η Art Nouveau του Παρισιού, η τέχνη που σφραγίζει το γύρισμα των αιώνων. Σε τέτοιο γύρισμα αιώνων ζούμε κι εμείς σήμερα.)
Τρίτον από της αληθείας
Με πλατωνικούς όρους, αυτή την τελική ζωγραφιά θα την αποκαλούσαμε «τρίτον από της αληθείας». Η φωτογραφία είναι το δεύτερον από της αληθείας (της μορφής του εικονιζομένου μοντέλου), η ζωγραφική είναι το τρίτον. Η ίδια η ζωγράφος ονομάζει την εργασία της «Μεταγραφή»: γράφει-φωτογραφίζει και μετα-γράφει, ξαναγράφει, ή μεταφράζει ζωγραφίζοντας την «ρεαλιστική» πρώτη απεικόνιση. Σκοπός της βέβαια δεν είναι η πιστή αναπαράσταση, αλλά μια αναπαράσταση, η αναβίωση του αρχικού αισθήματος της απεικόνισης παρ’ όλα τα στρώματα των απεικονιστικών τεχνικών, ή ακριβώς λόγω των στρωμάτων που επικάθηνται διαδοχικά και σωρεύουν χειρονομίες, αισθήματα, προθέσεις, τυχαίες διαδρομές, λοξοδρομήσεις, και που εντέλει δημιουργούν κάτι νέο: κάτι που δεν είναι ίδιο αλλά που δεν είναι εντελώς ξένο, κάτι που διατηρεί μια ανάμνηση της μακρινής αφετηρίας.
Το άγνωστο αριστούργημα
Στη γνωστή νουβέλα του Μπαλζάκ, ο ζωγράφος Φρενχόφερ ζωγραφίζει διαρκώς το αριστούργημά του, το επιζωγραφίζει, προσθέτει χωρίς να αφαιρεί· στο τέλος, συντίθεται μια πηχτή μουτζούρα, ένα σκοτάδι, οι μορφές έχουν χαθεί, έχουν συντηχθεί μέσα σε μια μέλανα οπή που τα έχει ρουφήξει όλα. Πέρα από την προφανή αλληγορία, η διαδικασία του Άγνωστου Αριστουργήματος μαρτυρεί τις δυνατότητες αλλά και τα όρια της ελαιογραφίας, της κορύφωσης της ζωγραφικής τεχνικής. Χάρη στην ελαιογραφία, ο ζωγράφος των νεότερων χρόνων κατάκτησε τη φωτοσκίαση, τις διαβαθμίσεις, την εκτενέστατη τονικότητα, την προσθετική των χρωμάτων, την άπειρη ανάμιξη· κατέκτησε τον ρεαλισμό αλλά και την απόδραση από αυτόν. Με ένα όριο, με έναν κίνδυνο διαρκώς παρόντα: το σκοτάδι, το ζοφερό Άγνωστο Αριστούργημα του Φρενχόφερ.
Η φωτογραφία απαλλάσσει τον ζωγράφο από αυτό τον φόβο. Χάρη στη φωτογραφία η πρωταρχική εικόνα παραμένει ατόφια, δίνοντας τη δυνατότητα να παραχθούν όχι μόνο άπειρα αντίτυπα, αλλά άπειρες σειρές παραλλαγών, πάνω στις οποίες δουλεύει μια ζωγράφος σαν την Ασαργιωτάκη. Η ζωγράφος δοκιμάζει, σωρεύει, μεταμορφώνει, καταστρέφει· κατόπιν, επιστρέφει πάλι στην αρχική εικόνα και ξεκινά από την ραχή. Σκοπός της, να φτιάξει ένα τελικό κάθε φορά, μοναδικό αντίτυπο.
Η μέθη του μοτίβου
Ποια είναι η ζωγραφική που επιθέτει η Ασαργιωτάκη στις εκτυπώσεις; Είναι μια ζωγραφική που δεν αποσκοπεί να επινοήσει ή να αποκαταστήσει μια μορφή· η μορφή αυτή καταρχάς υπάρχει από τη φωτογραφία. Ότι υπάρχει ήδη μια μορφή, μια φιγούρα, δεν σημαίνει όμως ότι έχει τελειωθεί η φόρμα: σε αυτό το σημείο έρχεται η ζωγραφική για να προεκτείνει το έργο. Η Ασαργιωτάκη γεμίζει την εικόνα με ζωγραφική, βάζει χρώμα, πλαστικότητα, χειρονομίες, στολίδια. Στολίδια: αυτό προ πάντων. Η ζωγραφική επέμβαση είναι ζωγραφικός διάκοσμος πάνω σε μια εικόνα που ήδη έχει δομή και ματιέρα, συχνά ατίθαση, δύστροπη, αρνούμενη «πειράγματα». Η ζωγράφος επιμένει· η ίδια η φύση της φωτογραφίας τής επιτρέπει να επιμένει, να επιτίθεται στην εικόνα ζωγραφικά, να δοκιμάζει, να απορρίπτει και να επανέρχεται. Το ψηφιακό αρχείο απ’ όπου εκκινεί είναι πάντα παρόν, άθικτο, μοναδικό. Το ίδιο μοναδική είναι και η κάθε εκτύπωση που επιζωγραφίζεται, που δοκιμάζεται, βασανίζεται, ελέγχεται, και συχνά απορρίπτεται. Κατόπιν, ξεκινά από την αρχή. Το τελικό αποτέλεσμα, η ζωγραφισμένη φωτογραφική εκτύπωση, είναι πάντα μοναδικό, όπως και το ψηφιακό αρχείο εκκίνησης.
Μα ποια είναι η ζωγραφική; Το υπαινιχθήκαμε: την ονομάσαμε διάκοσμο, στολίδι, φόρμα. Η ζωγραφική της Ασαργιωτάκη τιμά την αρχαιότατη παράδοση της διακοσμητικής τέχνης, της ανεικονικής ζωγραφικής, «γεμίζοντας», κεντώντας, στολίζοντας και πειράζοντας, εκτρέποντας την αρχική παραστατική εικόνα. Το κέντημα πάνω σε αυτή την πρωταρχική εικόνα, τη Vera Icona, το Άγιον Μανδήλιον της Εδέσσης, δεν έχει ωστόσο βλάσφημο, εναντιωματικό χαρακτήρα· το κέντημα της ζωγράφου είναι απόδοση τιμής, είναι χάδι και ζωντάνεμα, είναι εργόχειρο, άνθος ευλαβείας. Η ζωγράφος δοξάζει τη ζωγραφική.
Η δοξολογία της ζωγράφου επί του συγκεκριμένου είναι η παράδοσή της στη μέθη του μοτίβου. Ακολουθώντας το ένστικτό της, γεμίζει, εμπλουτίζει, αναδεικνύει, αποκρύπτει, φωτίζει, μπογιατίζει, αλλοιώνει, εκτρέπει. Μα δεν καταργεί. Η Vera Icona δεν καταργείται ποτέ. Βρίσκεται εκεί, πάντα, άλλοτε σαν παραχωμένο υπόστρωμα, ένα πλούσιο παλίμψηστο, και άλλοτε σαν ελάχιστα επεξεργασμένη μορφή, μια ψηφιακή ζωγραφιά του κόσμου.
Κατά τούτο, η ζωγραφική της Ασαργιωτάκη είναι μια ζωγραφική περιπέτεια για την επίτευξη μιας μοναδικής αισθητικής εμπειρίας και μιας μοναδικής υπαρξιακής βίωσης του στιγμιότυπου, στην εποχή των άπειρων ψηφιακών πρωτοτύπων, των αναρίθμητων φωτογραφικών στιγμιοτύπων. Η εκκίνηση είναι κατ’ εξοχήν φθαρτή, τετριμμένη, φευγαλέα, ασήμαντη: ένα κινητό τηλέφωνο, ένα εργαλείο επικοινωνίας, συλλαμβάνει ατελώς μια εικόνα, επιχειρεί να μιλήσει σε άλλη γλώσσα. Το ζωγραφισμένο τέλος εντούτοις είναι μνημειακό, δραματικό, μελαγχολικό. Η εκκίνηση είαι μια μάταιη απόπειρα αιχμαλώτισης της στιγμής, μια άυλη χειρονομία· το φινάλε είναι μια εμπράγματη, ένυλη ελεγεία κατέναντι στη φθαρτότητα, στη θνητότητα, στην άδεια εικόνιση της στιγμής. Η ζωγράφος με το εργόχειρό της καθιστά την εικόνα μνημειακή, άξια να προκαλέσει στο βλέμμα λογισμούς, στοχασμούς.
(Από τον κατάλογο της ατομικής έκθεσης Μεταγραφή, Thanassis Frissiras Gallery, Αθήνα, 2010)
Nikos G. Xydakis | Kalliopi Asargiotaki: Transcription
Art Nouveau for our transitional world
Kalliopi Assargiotaki is a meticulous and sensual painter. Her works exude corporeality, emotions, a fine melancholy, attention to the details of the figure, a good care of plasticity and a finely wrought decoration. Far from scaring her, decorativeness inspires her as it inspires the unprejudiced viewer of her work; or, rather, it gratifies him with the kind of aesthetic pleasure that only painting can give.
In her previous show the artist had presented an exquisite series of portraits of family members, with an aesthetic that was pop and representational, pop and realistic; she took photographic prints and painted on them in a dense and intense manner until all traces of the photograph were erased.
In this exhibition she goes one step further – or one step less. She takes thousands of shots with a mobile-phone camera, process them and prints them in a greatly enlarged form so as to «flood» and «break up» the original low-resolution image, to dissolve the colours and the outlines and retain only a rough shape, while the over-enlarged pixels produce a rough, chaotic, fractal-like texture. What remains gets painted: painting adds colour, fastens and extends the form, fills the voids with decorative motifs, adds painterly motifs to the digital ones.
(«Painterly»: these tableaux are visited again and again by Klimt and the Viennese Jugendstil, by Mucha and the Parisian Art Nouveau, by an art which seals the turn of a century. It is such a turn of the century that we are living through today.)
Third from the truth
In Platonic terms, this final painting we would call it «third from the truth». Photography is the second from the truth (the form of the subject which is photographed), and painting is the third. The painter herself calls her work a «Transcription»: first she writes/photographs and then she transcribes, rewrites or translates as she paints over the initial «realistic» depiction. Her aim, of course, is not faithful reproduction but a reproduction; she tries to revive the original sentiment of the depiction in spite of the layers from the representation techniques or because of these layers that settle one upon the other and accumulate gestures, emotions, intentions, random routes and deviations and ultimately create something new: something which is not the same yet it is not entirely unfamiliar, either; something which retains some memory of its distant starting point.
The unknown masterpiece
In Balzac’s well-known story, Master Frenhofer keeps working on his masterpiece, painting over it, adding without removing. Ultimately he ends up with a thick smudge, a darkness where all forms are lost, fused together in a murky hole which has swallowed up everything. In addition to its obvious allegory, the process of the Unknown Masterpiece demonstrates the potential as well as the limits of oil painting as the supreme technique. It was thanks to oil painting that the painters of recent times attained chiaroscuro, gradients, the extensive tonality or infinite mixing; that they achieved realism as well as their escape from it. But there is a limit, a constantly lurking danger: the darkness, or Frenhofer’s bleak Unknown Masterpiece.
Photography delivers the painter from this fear. Thanks to photography the original image remains intact, and makes it possible to have not only an infinite number of copies but also infinite variations on which a painter like Assargiotaki can work. The painter tries various things, accumulates, transforms, destroys and then goes back to the original image and starts afresh. Her aim is to produce a unique final work each time; a single copy.
The intoxication of the motif
What is this painting that Assargiotaki applies on the prints? It is not a painting aimed at devising or restoring a form. Indeed, the form is already given by the photograph, but that is not to say that this form is final; and this is where painting comes in to extend the work. Assargiotaki fills the image with painting, adds colour, plasticity, gestures, adornments… adornments above all. Her painted decoration comes into an image with its own existing structure and texture, which is often wild, unruly, and resists this «tinkering». The painter persists; the very nature of the photograph allows her to persist, to mount her painterly «attack» on the picture, to try things, reject them and go back again. The digital file from which she sets off is always present, intact, unique – as unique as each print which is painted over and then tried and tested and often rejected. And then she starts anew. The final outcome, the painted photographic print, is always as unique as the original digital life.
But what is this painting? We have already hinted at it: we called it decoration, embellishment, form. The painting of Assargiotaki pays tribute to the age-old tradition of decorative art, of nonfigurative painting, by «filling in», embroidering, adorning and altering the original figurative image. Yet this embroidery on the original image, the Vera Icona, the Holy Mandylion of Edessa, is not blasphemous or contrarian in nature; the painter’s needlework is a tribute, a caress and a life-giving gesture – it is handiwork, a flower of piety. The painter exalts painting.
The painter’s exaltation in this case appears as an abandonment to the intoxication of the motif. Following her instinct she fills, augments, highlights, conceals, illuminates, paints, distorts, diverts – but does not abolish. The Vera Icona is never abolished; it is always there, sometimes like a half-buried substratum, a rich palimpsest, and sometimes in a minimally processed form, as a digital picture of the world.
In this respect the art of Assargiotaki is a painterly adventure aimed at a unique aesthetic experience and a unique existential perception of the snapshot in the age of the countless digital originals, the innumerable photographic shots. The starting point is characteristically perishable, commonplace, fleeting, trivial; a mobile phone, a tool for communication, imperfectly captures an image as it attempts to speak in another language. The painted ending, however, is monumental, dramatic, melancholy. The beginning is a futile attempt to capture the moment, a mere gesture; the end is a tangible, palpable elegy against perishability, against mortality – against the empty depiction of the moment. The painter’s handiwork makes that image monumental, capable of leading the gaze to thought and reflection.
(From the catalogue of the solo exhibition Transcription, Thanassis Frissiras Gallery, Athens, 2010)