Ελισάβετ Πλέσσα | Κτερίσματα εικόνων
Πότε οι πινελιές ενός ζωγράφου πλησιάζουν τις λέξεις ενός συγγραφέα χωρίς να πέφτουν στην παγίδα της περιγραφής; Πόσο οι εμμονές ενός καλλιτέχνη μπορούν να απομακρυνθούν από την εικονογραφία τους και να υποχωρήσουν στην «ανάγνωση» ενός κειμένου; Μέσα από τη διαδρομή των εικόνων που εντυπώθηκαν από τα γραπτά του συγγραφέα στο εσωτερικό μάτι του ζωγράφου για να φτάσουν στην άκρη του χεριού του διαγράφονται τα όρια ενός κοινού τόπου δημιουργίας.
Αν στην αρχαιότητα τα κτερίσματα ήταν τα πολύτιμα κι αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού που τον συνόδευαν στον τάφο του, ο Τάσος Μαντζαβίνος και η Καλλιόπη Ασαργιωτάκη καλούνται να τοποθετήσουν τα δικά τους έργα ανάμεσα στα Κτερίσματα του Μισέλ Φάις. Μέσα από ένα κείμενο που προσεγγίζει έντονα την ποίηση όχι λόγω της αποσπασματικότητάς του, με προτάσεις κοφτές κι απανωτές ή ατελείωτες και παραληρηματικές, διαμορφώνεται στο μυθιστόρημα αυτό ένα μωσαϊκό γκρίζας μνήμης του εαυτού και αναδύονται τα απομεινάρια μιας θαμμένης σεξουαλικότητας που γέννησε πένθος.
Στα έργα του ο Τάσος Μαντζαβίνος επανέρχεται στη μοναχική μορφή του εαυτού του που κουβαλάει από τη φύση της τον «γδαρμένο εαυτό» του Φάις. Οι κυρτωμένες φιγούρες του φέρουν τα γνωστά αρχετυπικά πρόσωπα-μάσκες και η σκληροτράχηλη μορφολογία των σωμάτων τους μοιάζει να αντιστοιχεί στη μορφολογία της σημαδεμένης ψυχής τους. Το μαύρο της αδιέξοδης Κομοτηνής του ήρωα γίνεται το βόρειο σκοτεινιασμένο μπλε της θάλασσας του Μαντζαβίνου, που στην άκρη της η μάνα κι ο γιος των Κτερισμάτων ξορκίζουν σφιχτοπιασμένοι χέρι-χέρι έναν αναπόφευκτο χωρισμό. Ο γυμνός γλόμπος της παραλίας υπογραμμίζει τη μοναξιά που σκόρπισε η φυγή της μάνας, και η κυδωνιά του βιβλίου ενσαρκώνεται στο εμμονικό δέντρο του Μαντζαβίνου, όμως εδώ με χαραγμένο πάνω του ένα νεκρικό πορτρέτο. Ο μανιώδης στροβιλισμός των πινελιών στα κύματα και στα βουνά αντανακλά τον σκληρό φόβο της εγκατάλειψης. Καταιγιστικές γραμμές περιβάλλουν κορμιά-ερπετά σε κλειστοφοβικά περιβάλλοντα αναδεικνύοντας τη ζωώδη ένταση μιας ερωτικής πράξης που θα παραμείνει απαγορευμένη.
Η Καλλιόπη Ασαργιωτάκη, αντίθετα από τα παλαιότερα ερωτικά της έργα σπαρακτικών γυμνών, κινείται εδώ στον χώρο μιας ονειρικής μελαγχολίας, διατηρώντας πάντα την εμμονή με την υφή των επιφανειών της. Βαμμένα με χρώματα τσαγιού, χρωματιστά μολύβια και σινικές μελάνες, τα σχέδιά της μοιάζουν βυθισμένα στην ίδια λάσπη της μνήμης που έπλασε το κείμενο του Φάις. Οι μορφές της Ασαργιωτάκη ανακαλούν επιτύμβια ανάγλυφα, έγκλειστες σε έναν κόσμο ιδιωτικό. Η ζωγράφος μοιάζει να τις παρατηρεί σαν μέσα από ένα διάφανο ύφασμα, όπως ο αφηγητής των Κτερισμάτων τους ήρωες που αποτελούν τη δική του ζωή. Άχνα υφασμάτων κάτω από μεσοφόρια με πόδια που δεν ερεθίζουν και ημίγυμνα σώματα που δεν πείθουν για τη σαρκικότητά τους: κεντημένα στο χειροποίητο χαρτί με χρυσοποίκιλτες γραμμές, οι λεπτομέρειές τους γίνονται θέμα του έργου και το καθιστούν βαρύτιμο. Το ενοχικό μεσημεριανό μοίρασμα του κρεβατιού με τον γονιό αποδίδεται από ψηλά, με γραμμές που χαράζουν, ενώ άλλες κυκλώνουν απόμακρα τη ντροπή μιας μορφής με τα χέρια στα μάτια. Η εικόνα του πατέρα διαλύεται μέσα στην αφαίρεση της νερομπογιάς, όπως χάνεται σιγανά η ανάμνηση της μορφής ενός αγαπημένου προσώπου. Ζευγάρια ενός έρωτα που έχει ήδη πεθάνει σχεδιάζονται με νήματα γραμμών και προβάλλουν μέσα από διαβρωτικές ακουαρέλες που σχηματίζουν οβάλ νεκρικά πλαίσια εικόνων συνομιλώντας με τις ταφικές φωτογραφίες του Μισέλ Φάις.
Τόσο στην έκδοση όσο και στην έκθεση των Κτερισμάτων, ο Φάις καταθέτει με τις φωτογραφίες του τη δική του αντιστοιχία μη κειμενικών εικόνων απέναντι στο βιβλίο του, ουσιαστικά αντιμετωπίζοντας το μυθιστόρημά του ως μη συγγραφέας. Οι φωτογραφικές αυτές συνθέσεις του, οι οποίες αποτελούνται από φωτογραφίες τάφων και φωτογραφίες μιας νέας γυναίκας που τραβήχτηκαν αυτόνομα και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, παρουσιάζονται για πρώτη φορά ως δίπτυχα. Φωτογραφίες των νεκρών γυναικών για να θυμίζουν την ομορφιά που ήταν εκεί πριν χαθεί για πάντα, και έντονα εκφραστικές φωτογραφίες της νέας γυναίκας με τη ζωντάνια να σφύζει στο κορμί της, αντιπαραθέτουν λακωνικά το παρελθόν και το παρόν, τον θάνατο και τη ζωή.
Το δισυπόστατο των φωτογραφικών διπτύχων του Φάις μοιάζει να αντικατοπτρίζει και να συνενώνει όλη την προβληματική της έκθεσης και τη σχέση της με το βιβλίο – της «σαρκικής, ενύπνιας και γλωσσικής περιπέτειας» της ζωής του ήρωα και αφηγητή των Κτερισμάτων. Οι νεκρικές φωτογραφίες του Φάις συνδιαλέγονται με τα σχέδια της Ασαργιωτάκη: όνειρα θανάτου, αποσύνθεση ερωτικών λειψάνων, υγρασία παρελθόντος πάθους, απενεργοποιημένη ψυχή. Οι φωτογραφίες της νεαρής γυναίκας ανταποκρίνονται στα έργα του Μαντζαβίνου: ακατέργαστος φόβος, αδύνατος έρωτας, ωμή λαγνεία, σώμα τώρα.
Πολύτιμες εικόνες κτέρισαν τις αβάσταχτες μνήμες των λέξεων και τις ελάφρωσαν για να σταθεί στο φως η μετέωρη ολοκλήρωσή τους.
(Από το έντυπο της έκθεσης Κτερίσματα, Χώρος Τέχνης 24, 2013)
Elizabeth Plessa | Image Offerings
When do a painter’s brushstrokes approach the words of an author without slipping into the snare of description? How far can an artist’s preoccupations stray from their imagery and recede into the ‘reading’ of a text? Through the journey of the images that were imprinted from the author’s writings onto the artist’s inner eye, to reach the edge of his hand, the boundaries of a shared place of creation are traced.
If in antiquity burial offerings were the precious and beloved objects of the deceased that accompanied him in his tomb, Tassos Mantzavinos and Kalliopi Asargiotaki are invited to place their own works among the Burial Offerings (Kterismata) of Michel Fais. Through a text that is very close to poetry, but not due to its fragmented nature, with sentences that are clipped and rolling, or endless and delirious, a mosaic of a grey memory of the self develops within the novel, giving rise to the remains of a buried sexuality that gave birth to mourning.
In his work, Tassos Mantzavinos revisits the solitary figure of himself, which carries, by nature, the “battered self” of Fais. His hunched figures bear the well-known archetypal faces-masks and the rough morphology of their bodies seems to correspond to the morphology of their scarred soul. The black of the hero’s dead-end Komotini becomes the northern darkened blue of Mantzavinos’ sea, on whose edge the mother and son of Burial Offerings, grasping each other’s hands, exorcise an inevitable parting. The bare bulb of the beach underlines the loneliness spread by the mother’s departure, and the book’s quince tree is embodied in Mantzavinos’ obsessive tree, which bears, here, the engraving of a death mask. The manic swirl of the brush strokes in the waves and the mountains reflects the cruel fear of abandonment. A barrage of lines envelops serpent-bodies in claustrophobic environments, bringing out the animalistic intensity of the sexual act that is destined to remain forbidden.
Kalliopi Asargiotaki, in contrast to her earlier erotic works of wrenching nudes, moves here in the space of a wistful melancholy, while remaining faithful to her obsession with the texture of her surfaces. Painted with tea pigments, coloured pencils and Indian ink, her drawings seem to be immersed in the same mud of memory that created Fais’ text. Asargiotaki’s figures evoke sepulchral reliefs, confined in a private world. The painter seems to observe them through a gossamer cloth, just like the narrator of Burial Offerings observes the heroes that make up his own life. Haze of fabrics beneath petticoats with legs that don’t excite and semi-naked bodies that aren’t convincing of their carnality: embroidered on the handmade paper in golden lines, their details becoming the work’s subject and deeming it precious. The guilt-ridden afternoon sharing of the bed with the parent is rendered from above, with lines that cut, while others circle at a distance the shame of a figure with its hands over its eyes. The image of the father is diluted in the abstraction of the watercolour, just like the memory of a beloved face is lost over time. Couples of a love already dead are drawn in threads of lines and emerge through corrosive watercolours that form oval funerary frames, interacting with Michel Fais’ burial photographs.
Both in the publication and exhibition of Burial Offerings, Fais lays down, with his photographs, his own correspondence of non-textual images before his book, essentially approaching his novel as a non-writer. These photographic compositions, which consist of photographs from tombs and photographs of a young woman, shot independently and at different times, are presented as diptychs for the first time. Photographs of the dead women, to remind us of the beauty that was there before it was forever lost, and deeply expressive photographs of the young woman, with vitality pulsing through her body, provide a succinct juxtaposition of past and present, death and life.
The duality of Fais’ photographic diptychs seems to reflect and conjoin the exhibition’s entire rationale, and its relationship to the book – the “carnal, dreamtime and linguistic adventure” of the hero and narrator of Burial Offerings. Fais’ funerary photographs engage in dialogue with Asargiotaki’s drawings: dreams of death, the decomposition of erotic remains, the dampness of passions past, a deactivated soul. The photographs of the young woman respond to Mantzavinos’ works: unprocessed fear, impossible love, raw lust, the body now.
Precious images offered their company to the unbearable memories of the words and eased their load, so that their suspended fulfilment could find its place in the light.
(From the publication accompanying the group exhibition Offerings, Art Space 24, Athens, 2013)
Ελισάβετ Πλέσσα | Κτερίσματα εικόνων
Πότε οι πινελιές ενός ζωγράφου πλησιάζουν τις λέξεις ενός συγγραφέα χωρίς να πέφτουν στην παγίδα της περιγραφής; Πόσο οι εμμονές ενός καλλιτέχνη μπορούν να απομακρυνθούν από την εικονογραφία τους και να υποχωρήσουν στην «ανάγνωση» ενός κειμένου; Μέσα από τη διαδρομή των εικόνων που εντυπώθηκαν από τα γραπτά του συγγραφέα στο εσωτερικό μάτι του ζωγράφου για να φτάσουν στην άκρη του χεριού του διαγράφονται τα όρια ενός κοινού τόπου δημιουργίας.
Αν στην αρχαιότητα τα κτερίσματα ήταν τα πολύτιμα κι αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού που τον συνόδευαν στον τάφο του, ο Τάσος Μαντζαβίνος και η Καλλιόπη Ασαργιωτάκη καλούνται να τοποθετήσουν τα δικά τους έργα ανάμεσα στα Κτερίσματα του Μισέλ Φάις. Μέσα από ένα κείμενο που προσεγγίζει έντονα την ποίηση όχι λόγω της αποσπασματικότητάς του, με προτάσεις κοφτές κι απανωτές ή ατελείωτες και παραληρηματικές, διαμορφώνεται στο μυθιστόρημα αυτό ένα μωσαϊκό γκρίζας μνήμης του εαυτού και αναδύονται τα απομεινάρια μιας θαμμένης σεξουαλικότητας που γέννησε πένθος.
Στα έργα του ο Τάσος Μαντζαβίνος επανέρχεται στη μοναχική μορφή του εαυτού του που κουβαλάει από τη φύση της τον «γδαρμένο εαυτό» του Φάις. Οι κυρτωμένες φιγούρες του φέρουν τα γνωστά αρχετυπικά πρόσωπα-μάσκες και η σκληροτράχηλη μορφολογία των σωμάτων τους μοιάζει να αντιστοιχεί στη μορφολογία της σημαδεμένης ψυχής τους. Το μαύρο της αδιέξοδης Κομοτηνής του ήρωα γίνεται το βόρειο σκοτεινιασμένο μπλε της θάλασσας του Μαντζαβίνου, που στην άκρη της η μάνα κι ο γιος των Κτερισμάτων ξορκίζουν σφιχτοπιασμένοι χέρι-χέρι έναν αναπόφευκτο χωρισμό. Ο γυμνός γλόμπος της παραλίας υπογραμμίζει τη μοναξιά που σκόρπισε η φυγή της μάνας, και η κυδωνιά του βιβλίου ενσαρκώνεται στο εμμονικό δέντρο του Μαντζαβίνου, όμως εδώ με χαραγμένο πάνω του ένα νεκρικό πορτρέτο. Ο μανιώδης στροβιλισμός των πινελιών στα κύματα και στα βουνά αντανακλά τον σκληρό φόβο της εγκατάλειψης. Καταιγιστικές γραμμές περιβάλλουν κορμιά-ερπετά σε κλειστοφοβικά περιβάλλοντα αναδεικνύοντας τη ζωώδη ένταση μιας ερωτικής πράξης που θα παραμείνει απαγορευμένη.
Η Καλλιόπη Ασαργιωτάκη, αντίθετα από τα παλαιότερα ερωτικά της έργα σπαρακτικών γυμνών, κινείται εδώ στον χώρο μιας ονειρικής μελαγχολίας, διατηρώντας πάντα την εμμονή με την υφή των επιφανειών της. Βαμμένα με χρώματα τσαγιού, χρωματιστά μολύβια και σινικές μελάνες, τα σχέδιά της μοιάζουν βυθισμένα στην ίδια λάσπη της μνήμης που έπλασε το κείμενο του Φάις. Οι μορφές της Ασαργιωτάκη ανακαλούν επιτύμβια ανάγλυφα, έγκλειστες σε έναν κόσμο ιδιωτικό. Η ζωγράφος μοιάζει να τις παρατηρεί σαν μέσα από ένα διάφανο ύφασμα, όπως ο αφηγητής των Κτερισμάτων τους ήρωες που αποτελούν τη δική του ζωή. Άχνα υφασμάτων κάτω από μεσοφόρια με πόδια που δεν ερεθίζουν και ημίγυμνα σώματα που δεν πείθουν για τη σαρκικότητά τους: κεντημένα στο χειροποίητο χαρτί με χρυσοποίκιλτες γραμμές, οι λεπτομέρειές τους γίνονται θέμα του έργου και το καθιστούν βαρύτιμο. Το ενοχικό μεσημεριανό μοίρασμα του κρεβατιού με τον γονιό αποδίδεται από ψηλά, με γραμμές που χαράζουν, ενώ άλλες κυκλώνουν απόμακρα τη ντροπή μιας μορφής με τα χέρια στα μάτια. Η εικόνα του πατέρα διαλύεται μέσα στην αφαίρεση της νερομπογιάς, όπως χάνεται σιγανά η ανάμνηση της μορφής ενός αγαπημένου προσώπου. Ζευγάρια ενός έρωτα που έχει ήδη πεθάνει σχεδιάζονται με νήματα γραμμών και προβάλλουν μέσα από διαβρωτικές ακουαρέλες που σχηματίζουν οβάλ νεκρικά πλαίσια εικόνων συνομιλώντας με τις ταφικές φωτογραφίες του Μισέλ Φάις.
Τόσο στην έκδοση όσο και στην έκθεση των Κτερισμάτων, ο Φάις καταθέτει με τις φωτογραφίες του τη δική του αντιστοιχία μη κειμενικών εικόνων απέναντι στο βιβλίο του, ουσιαστικά αντιμετωπίζοντας το μυθιστόρημά του ως μη συγγραφέας. Οι φωτογραφικές αυτές συνθέσεις του, οι οποίες αποτελούνται από φωτογραφίες τάφων και φωτογραφίες μιας νέας γυναίκας που τραβήχτηκαν αυτόνομα και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, παρουσιάζονται για πρώτη φορά ως δίπτυχα. Φωτογραφίες των νεκρών γυναικών για να θυμίζουν την ομορφιά που ήταν εκεί πριν χαθεί για πάντα, και έντονα εκφραστικές φωτογραφίες της νέας γυναίκας με τη ζωντάνια να σφύζει στο κορμί της, αντιπαραθέτουν λακωνικά το παρελθόν και το παρόν, τον θάνατο και τη ζωή.
Το δισυπόστατο των φωτογραφικών διπτύχων του Φάις μοιάζει να αντικατοπτρίζει και να συνενώνει όλη την προβληματική της έκθεσης και τη σχέση της με το βιβλίο – της «σαρκικής, ενύπνιας και γλωσσικής περιπέτειας» της ζωής του ήρωα και αφηγητή των Κτερισμάτων. Οι νεκρικές φωτογραφίες του Φάις συνδιαλέγονται με τα σχέδια της Ασαργιωτάκη: όνειρα θανάτου, αποσύνθεση ερωτικών λειψάνων, υγρασία παρελθόντος πάθους, απενεργοποιημένη ψυχή. Οι φωτογραφίες της νεαρής γυναίκας ανταποκρίνονται στα έργα του Μαντζαβίνου: ακατέργαστος φόβος, αδύνατος έρωτας, ωμή λαγνεία, σώμα τώρα.
Πολύτιμες εικόνες κτέρισαν τις αβάσταχτες μνήμες των λέξεων και τις ελάφρωσαν για να σταθεί στο φως η μετέωρη ολοκλήρωσή τους.
(Από το έντυπο της έκθεσης Κτερίσματα, Χώρος Τέχνης 24, 2013)
Elizabeth Plessa | Image Offerings
When do a painter’s brushstrokes approach the words of an author without slipping into the snare of description? How far can an artist’s preoccupations stray from their imagery and recede into the ‘reading’ of a text? Through the journey of the images that were imprinted from the author’s writings onto the artist’s inner eye, to reach the edge of his hand, the boundaries of a shared place of creation are traced.
If in antiquity burial offerings were the precious and beloved objects of the deceased that accompanied him in his tomb, Tassos Mantzavinos and Kalliopi Asargiotaki are invited to place their own works among the Burial Offerings (Kterismata) of Michel Fais. Through a text that is very close to poetry, but not due to its fragmented nature, with sentences that are clipped and rolling, or endless and delirious, a mosaic of a grey memory of the self develops within the novel, giving rise to the remains of a buried sexuality that gave birth to mourning.
In his work, Tassos Mantzavinos revisits the solitary figure of himself, which carries, by nature, the “battered self” of Fais. His hunched figures bear the well-known archetypal faces-masks and the rough morphology of their bodies seems to correspond to the morphology of their scarred soul. The black of the hero’s dead-end Komotini becomes the northern darkened blue of Mantzavinos’ sea, on whose edge the mother and son of Burial Offerings, grasping each other’s hands, exorcise an inevitable parting. The bare bulb of the beach underlines the loneliness spread by the mother’s departure, and the book’s quince tree is embodied in Mantzavinos’ obsessive tree, which bears, here, the engraving of a death mask. The manic swirl of the brush strokes in the waves and the mountains reflects the cruel fear of abandonment. A barrage of lines envelops serpent-bodies in claustrophobic environments, bringing out the animalistic intensity of the sexual act that is destined to remain forbidden.
Kalliopi Asargiotaki, in contrast to her earlier erotic works of wrenching nudes, moves here in the space of a wistful melancholy, while remaining faithful to her obsession with the texture of her surfaces. Painted with tea pigments, coloured pencils and Indian ink, her drawings seem to be immersed in the same mud of memory that created Fais’ text. Asargiotaki’s figures evoke sepulchral reliefs, confined in a private world. The painter seems to observe them through a gossamer cloth, just like the narrator of Burial Offerings observes the heroes that make up his own life. Haze of fabrics beneath petticoats with legs that don’t excite and semi-naked bodies that aren’t convincing of their carnality: embroidered on the handmade paper in golden lines, their details becoming the work’s subject and deeming it precious. The guilt-ridden afternoon sharing of the bed with the parent is rendered from above, with lines that cut, while others circle at a distance the shame of a figure with its hands over its eyes. The image of the father is diluted in the abstraction of the watercolour, just like the memory of a beloved face is lost over time. Couples of a love already dead are drawn in threads of lines and emerge through corrosive watercolours that form oval funerary frames, interacting with Michel Fais’ burial photographs.
Both in the publication and exhibition of Burial Offerings, Fais lays down, with his photographs, his own correspondence of non-textual images before his book, essentially approaching his novel as a non-writer. These photographic compositions, which consist of photographs from tombs and photographs of a young woman, shot independently and at different times, are presented as diptychs for the first time. Photographs of the dead women, to remind us of the beauty that was there before it was forever lost, and deeply expressive photographs of the young woman, with vitality pulsing through her body, provide a succinct juxtaposition of past and present, death and life.
The duality of Fais’ photographic diptychs seems to reflect and conjoin the exhibition’s entire rationale, and its relationship to the book – the “carnal, dreamtime and linguistic adventure” of the hero and narrator of Burial Offerings. Fais’ funerary photographs engage in dialogue with Asargiotaki’s drawings: dreams of death, the decomposition of erotic remains, the dampness of passions past, a deactivated soul. The photographs of the young woman respond to Mantzavinos’ works: unprocessed fear, impossible love, raw lust, the body now.
Precious images offered their company to the unbearable memories of the words and eased their load, so that their suspended fulfilment could find its place in the light.
(From the publication accompanying the group exhibition Offerings, Art Space 24, Athens, 2013)