Ευθυμία Γεωργιάδου-Κουντουρά | Για τα γυμνά της Καλλιόπης Ασαργιωτάκη
Η ζωγραφική της Ασαργιωτάκη μορφοποιεί με τον οξύτερο δυνατό τρόπο τα ερωτικά οράματα της φαντασίας και της μνήμης της. Η δύναμη και η επιβολή της έγκειται στο ότι δεν καταγράφει συναισθήματα αλλά δημιουργεί εικόνες υπαινικτικές της εσωτερικής πραγματικότητας που διαδραματίζονται σε λανθάνοντες χώρους και ελκύουν περισσότερο με τη γοητεία του αμφίσημου. Μια γοητεία που επεκτείνεται από την αντίθεση της επίθεσης των φωτεινών ζεστών χρωμάτων των σωμάτων πάνω στα σκοτεινά ψυχρά χρώματα του βάθους χωρίς ενδιάμεσους τόνους.
Τα μοναχικά, συνήθως, κορμιά με τη χυμώδη σάρκα και τον αιμάτινο ιστό κυριαρχούν στους πίνακες· δονούνται, συστρέφονται, καταλαμβάνουν τον ακαθόριστο χώρο με τις κινήσεις τους υπαγορευμένες από εσωτερική ορμή που απαιτεί την εξωτερίκευση και την πραγμάτωσή της. Τα πρόσωπα μόλις υποδηλώνονται τις περισσότερες φορές, βυθισμένα σε κυανόμαυρο σκοτάδι.
Γυμνές, προκλητικές, χωρίς αιδώ, οι φιγούρες της Ασαργιωτάκη εκτίθενται στο φως αναδεικνύοντας, εκτός από τη ζωγραφική διαδικασία, και την ποιότητα του χειροποίητου χαρτιού πάνω στο οποίο ζωγραφίζονται και που συμβάλλει ουσιαστικά ως μέσο στην εικαστική γραφή.
Το αισθητικό αποτέλεσμα συνιστά όχι μόνον ένα αξιοπρόσεχτο είδος τέχνης αλλά και μια δυναμική και τολμηρή σύγχρονη γυναικεία καλλιτεχνική έκφραση.
Efthymia Georgiadou-Kountoura | On the nudes of Kalliopi Asargiotaki
The painting of Kalliopi Asargiotaki gives shape, in the sharpest possible way, to the erotic visions of her imagination and her memory. Its power and its dominance lie in the fact that it does not record feelings but creates images implicit of an inner reality, which take place in latent spaces and are attractive mostly through the allure of ambiguity. An allure that extends from the contrast of the attack of the bright, warm colours of the bodies upon the dark, cold colours of the background, without intermediary shades.
The bodies, usually solitary, with their voluptuous flesh and blood-red tissue, dominate the paintings; they pulsate, they contort, they occupy the undefined space with movements dictated by an internal force that demands to be externalised and realised. Faces are only just implied, in most cases, immersed in a blue-black darkness.
Naked, provocative, without shame, the figures of Asargiotaki are exposed to the light, bringing out, in addition to the process of painting, the quality of the handmade paper upon which they are painted, and which plays its part as a substantial medium in the creative act.
The aesthetic result comprises not only a notable kind of art but, also, a dynamic and bold female artistic expression.