Σ.Β. Σκοπελίτης | Ήταν καλοκαίρι του ’92…
…τίποτα δεν άλλαξε κι άλλαξαν πολλά-
Η ζωή δεν αφήνει ν’ αποσώσεις το ποίημά της, το γράφεις και το ξανά γράφεις-
Γραφή πάνω στη γραφή όπως το χρώμα πάνω στο χρώμα στο ίδιο πάντα τελάρο-
Τα μεταίχμια των διλημμάτων και οι αποφάσεις μας αποτελούν τις ψηφίδες της ζωής μας-
Κι όπως τα όνειρα επιλέγουν τον ονειροπόλο τους, έτσι και η ζωή επιλέγει τον εκφραστή της-
Πρώτα ήταν ο B. Herrmann, μετά o Keith Jarrett, μετά o Nick Cave-
Οι δρόμοι οδηγούσαν στην Ναυσικά, στην Ινώ και στην Καλυψώ-
Η Καλυψώ ερωτεύτηκε μία και μόνο φορά και δεν ξανά φάνηκε σ’ άλλο κείμενο μήτε σαν Θεά, μήτε σαν ερωμένη-
Έμεινε για πάντα στα χρωματιστά της δώματα, άσχετα αν μας ακολουθεί η αποδοχή της στην εντολή του Δία να ελευθερώσει τον Οδυσσέα του Νόστου-
Η λευκή επιφάνεια των ημερών υφίσταται ξεχωριστή για τον καθένα-
Πάνω τους αφήνουμε τα περάσματά μας, τα σώματά μας, τα λόγια μας, τις αισθήσεις μας-
Υπήρχε το μεσονύχτιο και το σάντουιτς με τόνο ή με γαλοπούλα-
Τα πρωινά ήταν πάντα φωτεινά με λίγες εξαιρέσεις-
Το φόρεμα πλάι στο κρεβάτι προσεκτικά τοποθετημένο στην καρέκλα αποβραδίς για να φορεθεί δίχως χρονοτριβή το άλλο πρωινό-
Όλα τα πρωινά του κόσμου χρειάζονται ένα φόρεμα κι έναν σκοπό-
Τα χρώματα σε διαρκή σωματική ένταση-
Η καρδιά διαρκώς υπενθυμίζει: το κάθε υλικό και οι δίοδοί του, η κάθε ύλη και οι οδοί του-
Κουτιά γεμάτα μικροαντικείμενα-
Πέλματα σ’ ανάλαφρο βάδισμα, καλοπάταγα για ένα ταξίδι μοναδικό-
Τα χρώματα μούσκευαν το χαρτί κι εκείνο σαν πεδιάδα, ύστερα από ξηρασία, απορροφούσε τη λυρική ευαισθησία του έρωτα-
Μεσονύχτιο στην ανάβαση με καταιγιστική βροχή-
Ανάβαση και το αγκομαχητό του αυτοκινήτου-
Το πρωί η Μάνη στεγνή-
Ήλιος σκληρός όπως και τα βουνά της, όπως και το εκκωφαντικά ανύπαρκτο χρώμα της-
Αναμνήσεις που δεν έχουν να κάνουν με φωτογραφικό ενθύμιο, αλλά με αναμνήσεις / βιώματα-
Και δεν είναι η μνήμη που φέρει το βίωμα, αλλά το βίωμα φέρει τη μνήμη του-
Ενίοτε η μορφή μας αφηγείται τη ζωή μας-
Όλα είναι κρυμμένα ώσπου ν’ αναδυθεί η μορφή τους από τη θέληση του ενός-
Ο κόσμος σταμάτησε μέσα στο ΧΡΥΣΟΚΙΤΡΙΝΟ του Caravaggio, έζησε μόνο 37 χρόνια διανύοντας μιαν έκλυτη ζωή και χιλιόμετρα μυστικού φωτός-
Ο Caravaggio πέθαινε βυθίζοντας τον κόσμο στο ΧΡΥΣΟΚΙΤΡΙΝΟ-
Ο κόσμος σταμάτησε μέσα στο ΜΠΛΕ του Klein, έζησε μόνο 34 χρόνια διανύοντας τις μπλε αποστάσεις του παράλογου της ζωής-
Ο Klein πέθαινε βυθίζοντας τον κόσμο στο ΜΠΛΕ-
Τα πέλματα της Μέδουσας και της Μήδειας και της Άρτεμης και της Ηλέκτρας και της Αντιγόνης και της Καλυψώς και της Αφροδίτης και της Ιφιγένειας-
Και ο τόπος του Οδυσσέα-
Ποιος είναι ο τόπος του Οδυσσέα;-
Να ’ναι αυτός όπου έφτασε και είπε: «ποτέ ξανά;», κοιτώντας πίσω του το πέλαγος;
Τ’ αποθέματα της νιότης τα φυλάει η σκέψη-
Κι όμως, μια ηλικία γκρεμνίστηκε-
Το φως πάντα μέσα από τη χαραμάδα, σαν τεντωμένο φίδι, μας δείχνει το παρακλάδι της ζωής, που είναι τέλος η κύρια οδός μας-
Άκου αυτό το γέλιο το γεμάτο ζαφείρια-
Και ο Rodin είπε: «υπάρχει μια ταπεινή ακρίβεια: της φωτογραφίας και του εκμαγείου.
Η τέχνη δεν αρχίζει παρά με την εσωτερική αλήθεια»–
Και ο Cézanne αποκρίθηκε: «οφείλω την αλήθεια στη ζωγραφική»–
Και ο Rodin πρόσθεσε: «να είστε βαθιά, αιμάτινα αληθινοί. Η αληθινή Τέχνη περιφρονεί την τέχνη»–
Και ο Van Gogh απόσωσε: «τώρα δεν υπάρχουν πια ανθισμένα δένδρα. Δυστυχώς είμαι άτυχος»–
Τ’ απλά θέματα φέρουν την αίσθηση του φωτογραφικού στιγμιότυπου-
Όπως ο ρεμβασμός, όπως τα παπούτσια, όπως τ’ αφημένα αντικείμενα που ξεχάσαμε ή βαρεθήκαμε να τακτοποιήσουμε, όπως ένα σακάκι κρεμασμένο στην καρέκλα, όπως ένα φόρεμα που λατρέψαμε αφημένο αδιάφορα στον καναπέ-
Με τη φωτογραφία νοσταλγούμε ευθύς, άρα η νοσταλγία που γεννά είναι θνησιγενής, κι όπως χρειάστηκε μία μόνο στιγμή για να τραβηχτεί, έτσι και σε μια στιγμή αποξεχνιέται-
Σπάνια η φωτογραφία υπερβαίνει τον εαυτό της, ως συνήθως τον εγκαταλείπει από τη μια στιγμή στην άλλη-
Τις περισσότερες φορές εξυμνεί εκείνα που πάνε του χαμού-
Κι όμως στιγμή-στιγμή, χειρονομία στη χειρονομία, χρώμα στο χρώμα απλώνεται ο μυθολογικός τόπος του καθενός-
Τ’ απλά πράγματα παραμένουν μέσα στη διαρκή θνητή τους αθανασία ώσπου να τ’ ανασύρει από την φθαρτή καθημερινότητα ένα τρυφερό χέρι που διαισθάνεται την αφανή τους εικόνα-
Το αβασάνιστο βλέμμα του ελάσσονος ανθρώπου εξαπατάται και ακυρώνει την αυτοφυή όραση-
Το ερεθίζουν εικόνες με φθαρμένα αισθητικά περιτυλίγματα, με έωλες αισθητίστικες μεταμφιέσεις-
Συνηθίζει εύκολα τον δεσποτισμό των εικόνων-
Λαχαίνει όμως και η συγκέντρωση ξεχασμένων αξιών-
Αξίες που υποχώρησαν εξαιτίας της τύρβης των συρμών-
Και μήτε απόσυρση και μήτε αποχωρισμός από τη βάσανο της διαμεσολάβησης κι από τη βάσανο της μεταφοράς ενός ήθους ή αισθήματος σε χρωματική ύλη-
Ύλη συναφής προσωπικού μύθου-
Και μήτε ιδέες, αλλά εμμονή στην πρώτη και σ’ άλλη καμιά, σκάψιμο μ’ αυτήν για το λίγο της ζωής μαζί με τον εαυτό μας-
«εδιζησάμην εμεωυτόν», έγραψε ο Ηράκλειτος-
Ζωή και σκάψιμο το ίδιο και το αυτό-
Σκάψιμο και μνήμη το ίδιο και το αυτό-
Κι όλα αυτά μέσα στο δίχως χρόνο χωρικό καμίνι, καθώς οι αναμνήσεις / βιώματα δημιουργούν τον δικό τους τόπο για τη δική τους ύπαρξη και παραμονή-
Κι είναι οι τόποι αυτοί οι κορυφές του δικού μας αληθινού χρόνου-
Διάβαζε, της καρδιάς και της προσφοράς-
Μοιράζομαι κάτι με τον άλλον, σημαίνει πως ο άλλος είμαι εγώ δίχως απώλειες που προκαλεί η σκληρή πραγματικότητα του εφικτού-
Το ανέφικτο είναι το ουσιαστικό στοιχείο του μείζονος ανθρώπου-
Να φτάνει κανείς ξανά και ξανά σε ότι πάει να χαθεί, πάντα ως οφειλή σε ανοιχτούς ορίζοντες-
Τυχαίνει καμιά φορά η νιότη του ενός να υφαρπάζει τη νιότη ενός άλλου-
Τα κορμάκια των κοριτσιών αέρινα ενδεδυμένα με την πολύχρωμη επιστροφή χρέους για εκείνο που δεν προσφέρθηκε στην ώρα του, και όχι ως ενοχή, αλλά ως αγάπη και ωριμότητα-
Το άψυχο χαλκόχρωμα απόκτησε την έσω λάμψη του σε πρόσωπα νεανικά και παρθένα-
Κίνηση εκπορευόμενη από τα βαθιά χρόνια, γιατί το 1992 συγκέντρωσε το παρελθόν και το μέλλον κι έγινε βουκέντρα για μια πορεία προς τα εμπρός μέχρι να χαθεί το νεανικό σφρίγος των αγαπημένων-
Γιατί έτσι είναι τα πράγματα, από το σφρίγος της ωριμότητας απουσιάζει η νιότη, κι από το σφρίγος της νιότης απουσιάζει η ωριμότητα-
Αλλά πάντα μένουν εκείνα που αγαπήθηκαν σαν σήματα μέσα από χρώματα σπάνιας αισθαντικότητας-
Κι όπως ο βιολιστής για να τελειώσει μια φράση μουσικής πρέπει να επαναλάβει κινήσεις σύντονες με το υπάκουο δοξάρι, έτσι με την επανάληψη στέκει μπροστά μας η συνέχεια του όλου-
Στην αυγή η διάθεση είναι διαφορετική, μια ελαφρά περιφρόνηση για τη χθεσινή προσπάθεια-
Μια ελαφρά κόπωση συναισθήματος κι ας είναι πετυχημένη η ζωγραφιά-
Αλλά όχι, πάντα θα της λείπει η τελευταία χειρονομία/ πινελιά-
Όχι, ποτέ δεν τελειώνει μια ζωγραφιά, καθώς, κάθε φορά που επαναλαμβάνει ο τεχνίτης το βλέμμα του πάνω της, ανεπαίσθητα το χέρι του κινείται από μόνο του προς τα εκεί-
Προς τα εκεί, πού;
Στη ζωγραφιά ή προς το κομμάτι εκείνο της καρδιάς του που έμεινε ανάκατο με τα χρώματα;-
Ο τεχνίτης δεν μπορεί να το ξεχωρίσει και ενίοτε καταστρέφει τη ζωγραφιά-
Ο τεχνίτης δεν μπορεί να το ξεχωρίσει και ενίοτε την αφήνει μόνη της χωρίς την τελευταία του χειρονομία/ πινελιά-
Έτσι είναι τα πράγματα, σαν να πρέπει να μένουν ατελείωτα για παραμένουν τέλεια και προστατευμένα από μια μουσική που δεν έχει ακόμα γραφεί και ίσως να μη γραφεί ποτέ-
Γιατί έτσι είναι τα πράγματα: το άρρητο είναι το μόνο ορατό για εκείνον που δεν βλέπει για να βλέπει, αλλά κοιτά για να αισθανθεί, κάθε φορά που του τυχαίνει, εκείνο που δεν λέγεται, εκείνο που δεν φαίνεται, αλλά υπάρχει–
Η καρδιά είναι γεμάτη αόρατα ανοίγματα, εύπορα περάσματα για εκείνον που ένιωσε, έστω και μια φορά μονάχα, τη ροή του χρόνου να τον αγγίζει μυστικά μέσα από τον εαυτό του-
Κι αυτό το αίμα που ρέει από τα πόδια στην καρδιά θυμίζει το σολομό στην οδυνηρή του προσπάθεια ν’ ανέβει στις πηγές του κι εκεί να εναποθέσει το βαρύ φορτίο της γέννας-
Τ’ αρχέγονα αισθήματα παραμένουν αναλλοίωτα και πάντα αναδύονται μέσα από δοκιμασμένους καλοπάτητους ατραπούς-
Ο κόσμος αυτός είναι του καθενός ο τόπος, τόπος του ιέρακος και της πεδιάδας-
Πεδιάδα που απλώνεται εκεί που το μάτι δεν περιμένει να τη δει, κι είναι σαν σκηνή θεάτρου ξαφνική, και δεν υπάρχουν σκιές παρά μονάχα δύο παρουσίες καταμεσίς στ’ απέραντα σημεία των οριζόντων και των εποχών-
Χωρίς χάσιμο χρόνου η φαντασία συντρέχει το άξιο ήθος και το αρχέγονο συναίσθημα-
Στη δεύτερη στροφή, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει πρώτη, μήτε τελευταία-
Όλα αρχίζουν στη δεύτερη στιγμή και τελειώνουν στην προτελευταία-
Κι όταν τέλος ξετυλιχτεί νήμα-νήμα το λευκό λινό ύφασμα της ζωής μας και μένουμε απόγυμνοι, τότε παύει κάθε είδους ειλικρίνεια εκτός από αυτή: της γύμνιας-
Και τότε μπορούμε να πάρουμε αγκαλιά τον εαυτό μας, γιατί επιτέλους τον μάθαμε, εξερευνώντας στο μεταξύ, τις αποδοχές και τις αρνήσεις που διέπραξε-
Μπορεί το ακρογιάλι ν’ αποσυρθεί κι αυτό στην αγκαλιά της θάλασσας, μα εσύ θα μένεις πάντα ξαπλωμένη εκεί, καθώς εσύ η ίδια ξάπλωσες και οι ανάλαφρες πυραμίδες της θάλασσας δρόσισαν τα λεπτά σου πέλματα-
Αυτή η θάλασσα είναι του καθενός, φτάνει να τη μαντεύει.
Μυτιλήνη, 6 Φεβρουαρίου 2007
(Από τον κατάλογο της έκθεσης Ήταν καλοκαίρι του ’92…, Thanassis Frissiras Gallery, Αθήνα, 2007)
S.V. Skopelitis | It Was Summer of ’92…
…nothing has changed and many things have changed-
Life doesn’t let you finish its poem, you write and write it again-
Writing on writing, like paint over paint on the same canvas-
The verges of dilemmas and our decisions are the tesserae of our life-
And just as dreams choose the dreamer, life chooses who expresses it-
First it was B. Herrmann, then Keith Jarrett, then Nick Cave-
The roads led to Nausika, Ino and Calypso-
Calypso fell in love just once and never appeared again in another text, neither as Goddess nor as mistress-
She stayed forever in her coloured rooms, even if we are haunted by her acceptance of Zeus’ command to liberate the Returning Ulysses-
The white surface of the days exists separately for each of us-
We leave on them our passage, our bodies, our words, our senses-
There was midnight, and the tuna or turkey sandwich-
The mornings were always bright, with few exceptions-
The dress laid carefully on the chair by the bed in the evening so as to be put on without delay the morning after-
All mornings of the world need a dress and a cause-
The colours in constant physical tension-
The heart keeps reminding: every material and its passages, ever matter and its roads-
Boxes full of bric-a-brac-
Feet in a light step, surefooted for a unique journey-
The colours drenched the paper which soaked up the lyrical sensitivity of love like a meadow after a long dry spell-
Midnight, driving uphill under torrential rain-
Climbing higher in the wheezing car-
Mani was dry in the morning-
The sun as harsh as the mountains, like the deafeningly nonexistent colour-
Memories that are not snapshots but memories / experiences-
And it isn’t memory that carries the experience, it’s the experience that carries its memory-
Sometimes our aspect tells our life-
Everything is hidden until its form emerges by one person’s will-
The world stopped in the GOLDEN YELLOW of Caravaggio, 37 years, leading a debauched life and covering miles of secret life-
Caravaggio was dying as he immersed the world in GOLDEN YELLOW-
The world stopped in the BLUE of Klein, he lived just 34 years, covering the blue Distances of the absurdity of life-
Klein was dying as he immersed the world in BLUE-
The feet of Medusa and Medea and Artemis and Electra and Antigone and Calypso and Aphrodite and Iphigenia-
And the place of Ulysses-
What is the place of Ulysses?-
Could it be the one in which he arrived and said: “Never again”, and looked at the open sea behind him?
The reserves of youth are kept by thought-
And yet, an age collapsed-
The light through the crack, like a straightened out snake, shows us the offshoot of life which ends up being our main thoroughfare-
Listen to this laughter, full of sapphires-
Rodin said: “There is a humble accuracy: that of photography and the plastercast. Art only begins with the inner truth.”-
And Cézanne retorted: “I owe you the truth in painting.”-
And Rodin added: “Be deeply, sanguinely true. True Art scorns art.”-
And Van Gogh concluded: “There are no trees in bloom now. I am out of luck.”-
Simple subjects carry the sense of a photographic snapshot-
Like reverie, like shoes, like an object we forgot or couldn’t be bothered to put away, like a jacket hung on the back of a chair, like a dress we used to love lying carelessly on the couch-
A photograph brings instant nostalgia, hence its nostalgia is stillborn, and it is fogotten as quickly as it was shot-
Rarely can a photograph transcend itself, it usually abandons it in an instant-
In most cases it exalts things that are lost into oblivion-
And yet each one’s mythological realm spreads moment by moment, gesture by gesture, colour by colour-
Simple things remain in their permanent mortal immortality until they are retrieved from their mundane excistence by a tender hand which senses their obscure image-
The undiscerning gaze of the minor man is deceived and cancels out the innate vision-
It is stimulated by images with worn-out aesthetic veneers, in empty aestheticist disguises-
It gets easily used to the despotism of images-
Yet it happens that some fogotten values are accrued-
Values that fell back due to din of fashions-
No withdrawal or separation from the test of mediation, from the test of conveying an ethos or a feeling into pigment-
A matter associated with a personal myth-
And no ideas, but an obsession with the first one and no other, digging with it for the briefness of life together with our self-
“I sought myself”, wrote Heraclitus-
Life and digging are one and the same thing-
And all this in the timeless spatial kiln, as memories / experiences create their own place for their own existence and stay-
And these places are the real apexes of our own real time-
That is, of the heart and the offering-
Sharing something with another means that this other is me without the losses caused by the cruel reality of the feasible-
The unfeasible is the essential element of the major man-
To reach again and again what is about to be lost, always as a debt to open horizons-
It happens sometimes that one’s youth seizes the youth of another-
Girls’ little bodies lightly dressed in the colourful repayment of a debt for what wasn’t offered in time, not as guilt but as love and maturity-
The inanimate bronze colour found its inner glow in youthful, virgin faces-
A motion stemming from way back, because 1992 brought together past and future and became the spur for a course ahead until the youthful vigour of the beloved ones is lost-
For this is how things are, the vigour of maturity lacks youth and the vigour of youth lacks maturity-
But there always remain those which were loved as signals through colours of a rare sensibility-
And just as the violinist must finish a musical phrase by repeating motions in tune with its obedient bow, repetition brings before us the sequel to the whole-
At dawn the mood is different, slightly scornful of yesterday’s efforts-
A slight emotional lassitude, even if the painting is successful-
But no, it will always lack the final gesture / brush stroke-
No, a picture never ends, since every time the craftsman sweeps his gaze over it, his hand moves imperceptibly, automatically towards it-
Towards where?
Towards the painting or towards that piece of his heart that was left mingled with the colours?-
The craftsman cannot separate it, and sometimes he destroys the painting-
The craftsman cannot separate it, and sometimes leaves it wihout his final gesture / brush stroke-
This, as if they should remain unfinished in order to remain perfect and protected from a music that hasn’t been written yet and may never be written-
For this is how things are: the unspoken is the only visible thing to the one who doesn’t just see but looks in order to feel every time he happens across what cannot be spoken, cannot be seen, but still exists–
The heart is full of invisible openings, ample passages for the one who has felt, even once, the flow of time secretly touching him-
And the blood that flows from the feet to the heart brings to mind the salmon’s painful trek to the source to deposit the heavy burden of birth-
Primordial feelings remain unaltered and keep emerging through tired and well-trodden paths-
This world is the place of everyone, the place of the hawk and the valley-
A valley extending where the eye doesn’t expect to see it, and it’s like a sudden theatre scene, and there are no shadows save two figures in the middle of the remote points of the horizon and the seasons-
Wasting no time, the imagination succours the worthy ethos and the primordial feeling-
At the second turn, since there can be no first one neither a last one-
Everything starts at the second moment and ends at the last-but-one-
And when the white linen fabric of our life is finally unwound thread-by-thread and we are left bare, all sincerities but that of nakedness end-
And then we can take our self into our arms because we have finally come to know it, exploring in the meantime the things it has accepted and rejected-
The beach may also withdraw into the arms of the sea, but you will lie forever there, since it was you yourself that lied there and the weightless pyramids of the sea cooled your delicate feet-
This sea is everyone’s, as long as he can guess it.
Mytilene, 6 February 2007
(From the catalogue of the exhibition It Was Summer of ’92…, Thanassis Frissiras Gallery, Athens, 2007)